στενόχωρος

στενόχωρος
η , ο [ος , ον ]
1) тесный;

στενόχωρο σπίτι — тесный дом;

2) стеснительный (в разн. знач ); стеснённый;

σε στενόχωρη κατάσταση — в стеснённых обстоятельствах;

3) скучный, неинтересный;

στενόχωρη δουλειά — скучная, неинтересная работа;

4) легко расстраивающийся, приходящий в уныние (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στενόχωρος" в других словарях:

  • στενόχωρος — narrow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενόχωρος — η, ο / στενόχωρος, ον, ΝΜΑ, και στενάχωρος και στανάχωρος, η, ο, Ν 1. αυτός που έχει στενότητα χώρου, αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο, σε αντιδιαστολή με τον ευρύχωρο («στενόχωρο σπίτι») 2. συνεκδ. πληκτικός, πνιγηρός νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • στενόχωρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο: Μένουν σ ένα στενόχωρο σπίτι. 2. αυτός που εύκολα στενοχωριέται: Είναι πολύ στενόχωρος άνθρωπος. 3. αυτός που προκαλεί στενοχώρια: Η δουλειά του είναι πολύ στενόχωρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στενοχωρότερον — στενόχωρος narrow adverbial comp στενόχωρος narrow masc acc comp sg στενόχωρος narrow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρως — στενόχωρος narrow adverbial στενόχωρος narrow masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενόχωρον — στενόχωρος narrow masc/fem acc sg στενόχωρος narrow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρόταται — στενόχωρος narrow fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώροις — στενόχωρος narrow masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρου — στενόχωρος narrow masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρους — στενόχωρος narrow masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρων — στενόχωρος narrow masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»